μετανεγνώσθη

μετανεγνώσθη
μεταναγιγνώσκομαι
repent of
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταναγιγνώσκομαι — (Α) μετανοώ για κάτι, μεταπείθομαι, αλλάζω γνώμη («Αἴας μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”